-
1 ἶδρόω
ἶδρόω, contrah. ion. u. ep. in ω und ῳ statt in ου u. οι, ἱδρῴη, Hippocr., schwitzen, bes. vor Anstrengung, ἱδρῶϑ' ὃν ἵδρωσα μόγῳ, Il. 4, 27 u. öfter; ἵππους ἱδρώοντας Od. 4, 39; ἵπποι ἱδρῶσαι Il. 11, 598; ἱδρώουσα ἔλαφος, vom Angstschweiß, ib. 119 (s. ἱδρώω); ἱδρῶντι (so nach den besten mss., nicht ἱδροῦντι) τῷ ἵππῳ Xen. Hell. 4, 5, 7; οὔτε πρὶν ἱδρῶσαι δεῖπνον αἱρείτω Cyr. 8, 1, 38; ἱδροῦσι τοὺς πόδας, an den Füßen, Arist. probl. 2, 31; ἱδρῶσαι αἱματώδει περιττώματι, blutartige Feuchtigkeit ausschwitzen, part. an. 3, 5.
-
2 συμπαράκειμαι
A to be adjacent, Epicur.Ep.2p.49U., Plb.6.53.8, Judeich Altertümer von Hierapolis 348:—Gramm., - κειμένη θέσις ῥημάτων καὶ ὀνομάτων of verbs and substantives, as ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα, Eust.477.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπαράκειμαι
См. также в других словарях:
μόγος — μόγος, ὁ (Α) 1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ , ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.) 2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος.… … Dictionary of Greek